- μιμητικῇ
- μῑμητικῇ , μιμητικόςable to imitatefem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιμητική — μῑμητική , μιμητικός able to imitate fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
βαυβώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύζυγος του Δυσαύλου, αδελφού του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού. Μητέρα του Τριπτόλεμου και κατά μία άλλη εκδοχή του γιου της Μετάνειρας και του Κελεού, Ευβούλου, της Πρωτονόης και της Νίσας. Η Β. με τον σύζυγό της φιλοξένησαν… … Dictionary of Greek
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek
ηθολογία — Κλάδος της βιολογίας που έχει ως αντικείμενο μελέτης τη συμπεριφορά των ζώων. Η η. συγχέεται μερικές φορές με την οικολογία, η τελευταία όμως μελετά τις σχέσεις των οργανισμών με το περιβάλλον. * * * η (Α ἠθολογία) [ηθολόγος] νεοελλ. 1. το να… … Dictionary of Greek
μίμηση — η (ΑΜ μίμησις) [μιμούμαι] 1. το να μιμείται κανείς κάποιον ή κάτι, απομίμηση, σε αντιδιαστολή προς την πρωτοτυπία («καὶ τυραννίδος μᾱλλον ἐφαίνετο μίμησις ἡ στρατηγία», Θουκ.) 2. το έργο που προέρχεται από απομίμηση, ομοίωμα («το έργο αυτό δεν… … Dictionary of Greek
μιμέρα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μιμητική τέχνη καὶ μίμησις». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος] … Dictionary of Greek
μιμητικός — ή, ό (ΑΜ μιμητικός, ή, όν) [μιμητής] 1. επιτήδειος στο να μιμείται, ικανός στη μίμηση (α. «ο άνθρωπος είναι ζώο μιμητικό» β. «ὁ δὲ μιμητικὸς ποιητὴς δῆλον ὅτι οὐ πρὸς τὸ τοιοῡτον τῆς ψυχῆς πέφυκε», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η μιμητική η τέχνη τής … Dictionary of Greek
ονοματοποιία — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό λέξεων, των οποίων το φωνητικό σώμα είναι απομίμηση του πραγματικού ήχου του πράγματος στο οποίο αναφέρεται η λέξη. Τέτοιες είναι για παράδειγμα οι λέξεις τικ τακ, μπουμπουνίζω, γαργάρα, τσιρίζω, φάπα … Dictionary of Greek
Γούστερ — (Worcester).Πόλη (95.900 κάτ. το 2000) της Αγγλίας, πρωτεύουσα της κομητείας Γούστερσαϊρ (Worcestershire, 1.761 τ. χλμ., 541.400 κάτ. το 2000). Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Σέβερν, σε απόσταση 35 χλμ. από το Μπέρμιγχαμ. Η πόλη… … Dictionary of Greek